αμαράζωτος

αμαράζωτος
-η, -ο
αυτός που δε μαράζωσε, δε δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια: Βαστιόταν καλά, γιατί ήταν άνθρωπος αμαράζωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμαράζωτος — η, ο [μαραζώνω] 1. (για καρπούς) αυτός που δεν μαραίνεται ή δεν μαράθηκε 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν μαραζώνει, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”